- ωσμωσυμμορφούμενος
- -η, -ο, Νβιολ. (για οργανισμό) αυτός που μεταβάλλει την ωσμωτική συγκέντρωση τών σωματικών του υγρών ώστε να συμφωνεί με εκείνην τού μέσου στο οποίο ζει («ωσμωσυμμορφούμενα ζώα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ώσμωση + συμμορφούμενος, μτχ. παθ. ενεστ. τού συμμορφώνομαι / συμμορφοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.